Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2017

Το παραμύθι του μαγαζιού με τα χίλια κουτάκια


Στη μικρή μας πόλη ήταν ένα παλιό μαγαζί. Κοντά στην κεντρική πλατεία. Έλεγες, περνώντας απέξω, πως το είχε ξεχάσει ο χρόνος εκεί. Η μεγάλη, θολή τζαμαρία του, τα στόρια και τα φώτα του, οι πάγκοι, τα ράφια του θαρρείς πως ανήκαν στον προηγούμενο αιώνα. Ακόμη κι οι δυο ιδιοκτήτες του, δυο γεροντάκια μικροσκοπικά απροσδιόριστης ηλικίας που μύριζαν τριαντάφυλλο, δυο γεροντοπαλίκαρα που οι κουτσομπόληδες της πόλης λέγαν πως ήτανε ζευγάρι, «αδερφές». Ο ένας εξυπηρετούσε τους πελάτες. Άνοιγε κι έκλεινε δεκάδες κουτάκια, ανεβοκατέβαινε σε σκαλίτσες ψάχνοντας  γρήγορα στα ψηλά και στα μακρινά ράφια ακόμη και την πιο παράδοξη παραγγελιά μας: κουμπιά, καρφίτσες, καραμέλες, κόπιτσες, νήματα, βελόνες, βελονάκια, τρούφες, χαρτοπετσέτες, τσιμπιδάκια, κουβαρίστρες, αυτοκόλλητα, ζελατίνες, κουφέτα για γάμους και μνημόσυνα, καρβουνάκια και λιβάνια, φυτιλάκια, βίδες, πρόκες, παξιμάδια, συρραπτικά, μολύβια, ξύστρες, γομολάστιχες, χάρτες, τετράδια, ψαλίδια, κόλλες, αποξηραμένα φρούτα, σαπούνια, ερωτικά βιβλία και πονηρές καρτ ποστάλ, φιλμ, όσπρια και ρύζι… Ο άλλος, αργός σαν τη λήθη, ήταν στο ταμείο. Χτυπούσε την τιμή, έπαιρνε τα λεφτά, επέστρεφε τα ρέστα, τύλιγε με υποκίτρινο ρυζόχαρτο την πραμάτεια και στην έδινε συνοδεύοντάς την με ένα αλλόκοσμο χαμόγελο και τη φράση «τα σέβη μου». Έφευγες γελώντας με αυτό το «σέβη μου» κι αν πετύχαινες κανέναν γνωστό βγαίνοντας στο δρόμο του έλεγες συνθηματικά και κλείνοντας το μάτι «τα σέβη μου» κι εκείνος γελούσε πιάνοντας το νόημα…

Δεν υπήρχε άνθρωπος στην πόλη μας που να μην έχει βγει από το "μαγαζί με τα χίλια κουτάκια" χωρίς αυτό που έψαχνε. Κάποια στιγμή τα γεροντάκια πέθαναν, με λίγες μέρες διαφορά ο ένας απ' τον άλλο,  κι έκλεισε το μαγαζί. Εμείς δεν ήμασταν πια παιδιά, τα Πανεπιστήμια και τα κορίτσια μας έσερναν σε αμφιθέατρα και κρεβάτια εναλλάξ στην Πρωτεύουσα. Με τα χρόνια το μαγαζί ρήμαξε πια, η σκεπή του γονάτισε, τα τζάμια του δεν άφηναν τα βλέμματά της πόλης να δουν εντός του, οι σοβάδες πέφτοντας έγδυναν τους τοίχους του, όπως ένας άντρας γδύνει αργά μια γυναίκα. 

Πριν λίγες μέρες γκρέμισαν το μαγαζί. Μια μπουλντόζα κι ένα φορτηγό, το εξαφάνισαν από τα μάτια μας. Στο πρώτο χτύπημα του τοίχου που κατέρρευσε, άνθρωποι μαζεύτηκαν τριγύρω και βάλαν τις φωνές. Δεν ήταν εύκολο όλο ετούτο για τη μικρή μας πόλη. Οι μπουλντόζες σταμάτησαν για λίγες ώρες και μπήκαμε όλοι μέσα. Όλα έμοιαζαν τακτοποιημένα , σαν να μας περίμεναν. Σκορπίσαμε στο κατανυκτικά στο χώρο κι ο καθένας μας πήρε από ένα συρταράκι σιωπηλός, άλλος με κόπιτσες, άλλος με λιβάνια, άλλος με βελονάκια, κουβαρίστρες, πονηρά βιβλία και καρτποστάλ, πρόκες. Πέρασε όλη η πόλη από 'κει. Μικροί μεγάλοι βγήκαμε με ένα κουτί στο χέρι, τυλιγμένο με κιτρινισμένο ρυζόχαρτο και χαιρετώντας ο ένας τον άλλον."Τα σέβη μου" λέγαμε εκείνη τη μέρα. Κι ύστερα όλα χάθηκαν.

***
ο πίνακας είναι του Christopher Wood

3 σχόλια:

  1. Καταπληκτικό! Το νιώθει κανείς ως τα μύχια της καρδιάς του...
    Μου θύμισε μια είδηση στις εφημερίδες πριν πολλά-πολλά χρόνια.
    Ήταν τέσσερα αδέλφια που ζούσαν, όλα μαζί, σε περασμένη ηλικία, κάπου στην Ιπποκράτους αν θυμάμαι καλά. Όταν έφυγε από τη ζωή ο πρώτος αδελφός, την επόμενη εβδομάδα, βρήκαν τους άλλους νεκρούς με ένα σημείωμα στο πλάι πως δεν θα το άντεχαν να φεύγει ένας-ένας...
    Νά 'σαι καλά Γιώργο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Βρίσκω εξαιρετικό το παραμύθι σας.
    Η "κατεδάφιση"του παλιού μαγαζιού θα μπορούσε να είναι η προσωπική για τον καθένα αλλά και η συλλογική μας ιστορία.
    Η διάλυση της πατρικής οικογένειας μετά τον θάνατο των γονέων, η κατεδάφιση της γειτονιάς και της πόλης των παιδικών χρόνων...ακόμα και η έξοδος απο τον Παράδεισο.
    Ο καθένας παίρνει ένα σπάραγμα του διαλυμένου κόσμου ανά χείρας και πορεύεται.

    Σας ευχαριστώ

    ΑπάντησηΔιαγραφή